Χαρακίρι και αυτοκτονίες...

Μπαίνω σ’ ένα δωμάτιο σκοτεινό, ιαπωνικό, αισθάνομαι κάτω απ’ τις πατούσες το μαλακό τατάμι, κοιτάζω γύρω το σκοτάδι σκεφτική σαν ζωντανεύουν στο μυαλό μου ένας-ένας εκείνοι οι συγγραφείς που για να τους διαβάσω, έμαθα τα ιδεογράμματα. Σε μια γωνιά στα γόνατα – οι Ιάπωνες κάθονταν από παλιά γονατιστοί (σέιζα), γι’ αυτό οι γυναίκες συχνά έχουν πόδια στραβά – εκεί λοιπόν κάθεται ένας μελαχρινός και σε χρωματιστό χαρτί με το πινέλο σχεδιάζει:

«τρέχ’ η μύτη μου και στην άκρη μοναχά να στραφταλίζει»

Ακουταγκάγουα Ριουνόσουκε, συγγραφέας, αφού έγραψε τούτο δω το επιθανάτιο ποίημα («τζισεϊ» τα λένε εκεί αυτά) έδωσε τέλος στη ζωή του. Δίπλα φαντάζομαι μια μελαχρινή, στο κιμονό της πάνω ξαπλωμένος νωχελικά ο εραστής της, Νταζάι Οσάμου. Όνομα βαρύ σ’ αυτά τα μέρη. Με την καλή του έκαναν «σίντζου», αυτοκτονία ερωτευμένων, έτσι ο θάνατος τους έδεσε μαζί και στην επόμενη ζωή. Λίγα μέτρα πιο πέρα ένας μυώδης άντρας, με την κατάνα (ιαπωνικό σπαθί) στα χέρια γυμνή, δεν είχα ξαναδεί τόσο κοφτερή λεπίδα, την άγγιξα ελαφρά, και από το δάχτυλο έσταξε χωρίς πόνο το αίμα. Γιούκιο Μισίμα, ο σπουδαίος συγγραφέας που επιχείρησε πραξικόπημα, απέτυχε παταγωδώς και τελικά αυτοκτόνησε με χαρακίρι. Παράξενη παρέα οραματίστηκα, δεν τους είδα τυχαία έτσι όλους μαζί, ο ένας διαδέχτηκε συγγραφικά τον άλλον, ασκούνταν μια ζωή να δίνουν τέλος σε ιστορίες, πώς θα μπορούσαν να εμπιστευτούν το τέλος της δικής τους σ’ έναν ξένο, ας είναι και ο ίδιος ο Θεός, έτσι σκέφτηκα, γιατί εμείς στη Δύση την αυτοκτονία την έχουμε συνδυάσει με εγκατάλειψη, αλλά σαν να μην είναι πάντα έτσι μου φαίνεται.


Τότε θυμήθηκα το φίλο μου το Σάτοσι. Όταν τον γνώρισα έκανε το γύρο του κόσμου, μικροσκοπικός, χαμογελαστός, μου μίλησε για τους σύγχρονους σαμουράι, τους «σάλαρι-μαν». Γι’ αυτούς τους υπαλλήλους η εταιρεία είναι ο άρχοντας φεουδάρχης, ο σογκούν, για χάρη της μπορεί ακόμα και να πεθάνουν. Τις νύχτες θα τους δεις να κοιμούνται καθιστοί στα παγκάκια, ατσαλάκωτοι ξυπνούν και το πρωί πηγαίνουν στο γραφείο. Υπάρχει λέει μια λέξη εκεί «καρόσι», που σημαίνει θάνατος από υπερκόπωση. Έτσι όπως σχολάς απ’ τη δουλειά, πτώμα μεταφορικά, πίνεις μια μπίρα με τους φίλους σου και ξαφνικά γίνεσαι πτώμα στην κυριολεξία. Αιτία θανάτου: η κούραση. Κι έπειτα ο Σάτοσι μου μίλησε για εκείνους τους σάλαρι-μαν που όταν απολυθούν, σκηνοθετούν καμιά φορά το θάνατό τους, στην πραγματικότητα αυτοκτονούν, αλλά το κάνουν και φαίνεται σαν κάτι άλλο να πήγε στραβά, για να εισπράξει η οικογένεια την ασφάλεια ζωής, για να επιβιώσουν τα παιδιά και η γυναίκα. «Αίσθημα ευθύνης», είπε και σηκώθηκε όρθιος «απέναντι στην οικογένεια, απέναντι στην εταιρεία, απέναντι στην πατρίδα». Ο Σάτοσι ξέρει πως στα 29 του είναι μεγάλος, έπρεπε να έχει παντρευτεί όπως όλοι του οι φίλοι, «και όταν γυρίσω Ιαπωνία, η ζωή μου τέρμα», έτσι είχε πει, αλλά πέντε χρόνια αργότερα, αυτός ο σάλαρι-μαν είναι ακόμα ανύπαντρος. Αλλάζουν οι καιροί, μερικές φορές προς όφελός μας.

Αισθάνομαι μέσα στο δωμάτιο έναν αγέρα να φυσάει και σβήνει τις εικόνες μ’ άλλες πιο άγριες. Ήτανε λέει κάποτε ένας θεός, ο Καμικάζε (θεϊκός άνεμος), αντίστοιχος του δικού μας Βορέα – Βοριά, ο θεός του ανέμου έσωσε την Ιαπωνία απ’ τους Μογγόλους το 13ο αιώνα, και μετά έδωσε το όνομά του στην ειδική μονάδα εναέριων αποστολών αυτοκτονίας κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο σπέρνοντας ξανά τον τρόμο στους εχθρούς. Στην ίδια χώρα που η γιάκουζα (μαφία) έχει τους δικούς της νόμους, και ο παραβάτης καλείται μόνος του να κόψει το δάχτυλό του, εκεί που ακόμα ισχύει η θανατική ποινή.

Σ’ αυτό το νέο σκηνικό πολέμου, ταιριάζει κι ένα «χαρακίρι». Σημαίνει κόβω την κοιλιά μου, το λένε και «σέππουκου». Κάτω στην κοιλιά κατά την αρχαία ιαπωνική επιστήμη της ανατομίας κατοικεί το πνεύμα και η αγάπη, αυτά που για μας στη Δύση διαμένουν στην καρδιά ή στο κεφάλι. Σέππουκου μπορούσε ή έπρεπε να κάνει ο σαμουράι (μόνον ο σαμουράι) ακολουθώντας τον ηττημένο αφέντη του στο θάνατο ή αναλαμβάνοντας την ευθύνη για ένα σοβαρό σφάλμα ή ακόμα για να ξεπλύνει τη ντροπή επειδή τον έπιασαν οι αντίπαλοι στη μάχη, ακόμα-ακόμα για να σώσει τη ζωή της οικογένειας όταν το κάστρο του πολιορκείται χωρίς ελπίδα σωτηρίας.

Είδα μπροστά μου τα δυο αδέλφια, είχα διαβάσει γι’ αυτά στο έργο «παγκόσμιος ιστορία του πολιτισμού» του Ντυράν, που κάποτε προσπάθησαν να σκοτώσουν το σογκούν, επειδή είχε αδικήσει τον πατέρα τους. Απέτυχαν τελικά, αλλά εκείνος θαύμασε το θάρρος κι επέτρεψε να κάνουν χαρακίρι, μεγάλη τιμή να επιβάλει ο σογκούν τέτοια ποινή θανάτου. Το έθιμο έλεγε πως μαζί έπρεπε να πεθάνει και ο τρίτος αδελφός της οικογένειας, ο μικρός που ήταν μόλις ετών οκτώ. Ο μεγάλος έμπηξε το κοντό σπαθί στο αριστερό μέρος της κοιλιάς του, γύρισε στον μικρό που δεν είχε ξαναδεί χαρακίρι, δεν ήξερε πώς να το κάνει, και τον συμβούλευσε να μην το χώσει πολύ βαθιά, γιατί το σώμα θα γύρει και θα πέσει πίσω, «να σκύψεις λίγο μπρος και να έχεις τα γόνατά σου ενωμένα». Οι γυναίκες, πριν δώσουν τέλος στη ζωή τους, εκπαιδεύονταν να δένουν τα πόδια για να μην ανοίξουν αυτά στο θάνατο, οι άντρες όμως έπρεπε να δείχνουν πειθαρχία ακόμα κι εκεί. Ο δεύτερος αδελφός, όσο έσκιζε την κοιλιά του σταυρωτά, συμβούλευσε το μικρό να μην κλείσει τα μάτια όταν πεθαίνει, γιατί έτσι θα μοιάζει με γυναίκα. Όλα, λένε, πήγανε καλά, ο μικρός τα κατάφερε.

Πολλές εικόνες θανάτου μαζεμένες φάνηκαν μπροστά μου στο δωμάτιο τούτο, τρόμαξα, μήπως αυτή η κουλτούρα που αγάπησα τόσο είναι πολύ θανατηφόρα. Μα στο τέλος χαμογέλασα. Γιατί, όπως γράφει και ο Χαρούκι Μουρακάμι, ο θάνατος δεν είναι το αντίθετο της ζωής, αλλά κομμάτι της. Μ’ αυτή τη σκέψη ανοίγω κι εγώ το φως στο δωμάτιο.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις