Ιαπωνικό Λαϊκό Παραμύθι: Αλλάζουμε δουλειά;


Τα πολύ παλιά χρόνια, πολύ μακριά από κει που κάθεσαι τώρα εσύ, ζούσαν ένας γέρος και μια γριά.
Ο γέρος πήγαινε κάθε μέρα στο βουνό να μαζέψει ξύλα και η γριά στο ποτάμι για να πλύνει. Όμως μια μέρα, γύρισε ο ξεδιάντροπος και της είπε:

"Μα καλά δε βλέπεις πόσο βρόμικο είναι το σώβρακό μου; Θες να μου πεις ότι αυτό είναι τώρα πλυμένο μαρή γριέντζω;"

Και τότε η γριά που εκείνη την ώρα μαγείρευε το ρύζι στη φωτιά, απαντάει θρασύτατα:

"Για κοίτα κι εσύ προκομμένε πόσο υγρά είναι τα ξύλα. Αν δεν ξέρεις να ξεχωρίζεις τα υγρά απ' τα στεγνά κακομοίρη, τι φαγητό περιμένεις να σου φτιάξω;"

"Τι είπες;! Αντί να γκρινιάζεις μωρή παλιόγρια, να πας εσύ να μαζέψεις ξύλα!"

"Ωραία, κι εσύ να πας να βάλεις μπουγάδα κοντοχοντρόγερε!"

Κι έτσι οι δυο τους αντάλλαξαν δουλειές.

Την επόμενη ημέρα, ο γέρος πήρε τ' άπλυτα και πήγε στο ποτάμι, αλλά το νερό ήταν τόσο κρύο που δε μπορούσε να πλύνει.

"Ρε την παλιόγρια...! Κοίτα πώς μούδιασαν τα χέρια μου τώρα! Η τρελόγρια δε χαμπαριάζει από κρύο φαίνεται..."

Απ΄την άλλη, η γριά που πήγε στο βουνό, δε μπορούσε να βρει ξύλα εύκολα. Κι αν τύχαινε να βρει, ήταν μικρά και υγρά. Και σα να μην έφτανε αυτό, ο δρόμος ήταν μακρύς και τα πόδια της πια ξεθεωμένα...

"Αχχχ...ο γέρος μου ανεβαίνει όλον αυτόν το δρόμο με τις χοντροποδάρες του..Και κοίτα που δεν υπάρχουν στεγνά ξύλα πουθενά, πού διάολο τα βρίσκει ο σακατεμένος!"

Έτσι ο γέρος χωρίς να καταφέρει να πλύνει, και η γριά με άδεια χέρια, πήραν το δρόμο της επιστροφής. Εκεί κάπου ξαφνικά συναντήθηκαν και είπαν ο ένας στον άλλον, μ ένα στόμα μια φωνή:

"Γριά, συγγνώμη, δεν κατάφερα να πλύνω"
"Γέρο, με συγχωρείς, δε βρήκα ξύλα"

"Χαχαχαχα!"
"Χιχιχιχι!" 

"Μωρό μου εσύ!"
"Γριέτζω μου!"

Έτσι απ' την επόμενη ημέρα, ο γέρος συνέχισε να μαζεύει ξύλα και η γριά να βάζει μπουγάδα όπως παλιά. Ο καθένας το ρόλο του παιδιά.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις