Τα τρία φυλαχτά



Ζούσε σ' έναν ναό ένας μικρός μαθητευόμενος μοναχός. Μια μέρα ο δάσκαλός του τον έστειλε για δουλειές στο χωριό που βρισκόταν πίσω απ' το βουνό.

"Στο βουνό ζει μια γριά καλικάντζαρος που τρώει ανθρώπους. Πάρε αυτά τα τρία φυλαχτά μαζί σου. Ό,τι και να ευχηθείς θα στο πραγματοποιήσουν"

Καθώς ο μικρός προχωρούσε το δρόμο του βουνού, εκεί στην άκρη καθόταν μια γριά.

"Αχ μικρέ, δώσ' μου λίγο το χέρι σου. Θέλω να γυρίσω στο σπίτι μου αλλά πονάνε πολύ τα ποδάρια μου και δε μπορώ να περπατήσω άλλο"

Ο μικρός έπιασε τη γριά απ' το χέρι.

"Να προς τα εκεί είναι" του έδειξε η γριά το δρόμο. Αλλά αυτός ο δρόμος οδηγούσε όλο και πιο βαθιά στο βουνό.  Κι έτσι φτάσανε σε μια καλύβα στο βάθος του βουνού.

"Φχαριστώ. Αλλά τώρα θα νυχτώσει και ο δρόμος είναι επικίνδυνος τη νύχτα. Θα κοιμηθείς εδώ απόψε" είπε η γιαγιά και ο μικρός δεν είχε άλλη επιλογή απ' το να την ακούσει.

Μεσ' τη νύχτα ο μικρός άνοιξε ξαφνικά τα μάτια του. Και τότε άκουσε έναν ήχο ξι-ξι. Μέσα από μια τρύπα στον χάρτινο τοίχο, κρυφοκοίταξε στο διπλανό δωμάτιο και τι να δει. Η καλοσυνάτη γριά είχε μεταμορφωθεί σε γριά καλικάντζαρο και τρόχιζε ένα μαχαίρι.

"Είμαι σίγουρος ότι θέλει να με φάει"

Και τότε είπε:
"Γιαγιά, θέλω τσίσα μου"

"Τι να σε κάνω τώρα μικρέ. Άντε πήγαινε να τα κάνεις, αλλά για να μη χαθείς, θα σε δέσω με αυτό το σχοινί"

Η γριά έδεσε μ' ένα σχοινί το παιδί από τη μέση. 

Ο μικρός, μόλις μπήκε στην τουαλέτα που ήταν έξω απ' το σπίτι, έλυσε το σχοινί από τη μέση του και το έδεσε σε μια κολόνα, κι εκεί έχωσε και το ένα απ' τα τρία φυλαχτά που του είχε δώσει ο δάσκαλος.

"Σε παρακαλώ, αν αυτή η γριά καλικάντζαρος πει τίποτα, να απαντήσεις "ακόμα"

Και τότε ο μικρός το 'βαλε στα πόδια.

"Ακόμα μικρέ;" φώναξε η γριά, και η κολόνα απάντησε:

"Ακόμα"

"Ακόμα μικρέ;"

"Ακόμα"

Κι όσο γινόταν αυτό, ο μικρός έφτανε όλο και πιο μακριά.

Όταν επιτέλους η γριά κατάλαβε ότι ο μικρός δεν ήταν πια εκεί, τον κυνήγησε.

Και τσάκα-τσάκα πριν το πάρεις είδηση, τον είχε φτάσει. Λίγο ακόμα και θα τον έπιανε αλλά εκείνη τη στιγμή ο μικρός πέταξε ένα φυλαχτό και είπε:

"Φτιάξε μου σε παρακαλώ ένα μεγάλο ποτάμι"

Και τότε εμφανίστηκε ένα μεγάλο ποτάμι μπροστά στα μάτια της γριάς. Για να το διασχίσει, έπρεπε να κολυμπήσει. Εντωμεταξύ ο μικρός το βαλε στα πόδια κι έφτασε μακριά. Η γριά διέσχισε το ποτάμι και συνέχισε να τον κυνηγάει. Και όταν κόντευε να του πιάσει την πλάτη, ο μικρός πέταξε το τελευταίο φυλαχτό και είπε.

"Φτιάξε έναν μεγάλο αμμόλοφο σε παρακαλώ"

Και τότε έγινε ένας μεγάλος αμμόλοφος, και η γριά γλιστρούσε και κατρακυλούσε και της ήταν δύσκολο να φτάσει τον μικρό. Εντωμεταξύ ο μικρός έφτασε στον ναό και μπήκε μέσα. Και τότε είπε στον δάσκαλο:

"Δάσκαλε, δάσκαλε, η γριά καλικάντζαρος θα φτάσει κι αυτή όπου να 'ναι"

"'Ελα μην ανησυχείς, μπες στη ντουλάπα και κρύψου"

Με το που κρύφτηκε ο μικρός στη ντουλάπα, έφτασε και η γριά.

" Εϊ ιερέα, μην ήρθε εδώ ένας μικρός;"

"Μπα, κανείς δεν ήρθε"

"Ψεύτη! Τέτοια ψέματα που λες θα φάω εσένα πρώτα"

 "Ωραία, θες να κάνουμε έναν διαγωνισμό; Αν χάσω εγώ, μπορείς να με φας. Για να δούμε, μπορείς να μεταμορφωθείς σε φασόλι; Θα σου είναι βέβαια πολύ δύσκολο να γίνεις κάτι τόσο μικρό"
 
Όταν τ' άκουσε αυτό η γριά είπε:

"Τι; Φασόλι; Πανεύκολο!" κι έκανε μια τούμπα.

Και τότε, στο πι και φι μεταμορφώθηκε σ' ένα μικρούλι φασόλι.

Όταν το είδε αυτό ο ιερέας,  άπλωσε το χέρι του, έπιασε το φασόλι, το πέταξε στο στόμα του και μιαμ-μιαμ το έφαγε.





(三枚のお札・鬼婆と小僧)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις