Λαϊκό Παραμύθι: Το συκώτι που γιατρεύει τα μάτια (Τσιμπα)


Μια φορά κι έναν καιρό, κάπου - δεν ξέρω πού- ζούσε μια γιαγιά με το αγαπημένο της εγγόνι, που το έλεγαν Τίγρη.

Μια μέρα η γιαγιά αρρώστησε στα μάτια και σιγά-σιγά σταμάτησε να βλέπει. Ο γιος της και η γυναίκα του την πήγαν σε πολλούς γιατρούς, αλλά κανένας δε μπορούσε να τη γιατρέψει.

Μια τέτοια μέρα λοιπόν, τους επισκέφτηκε ένας μοναχός που ταξίδευε, και είπε στο ζευγάρι:

 "Αυτή η αρρώστια της γιαγιάς, δε γιατρεύεται έτσι απλά.
 Ένα είναι το φάρμακο το καλό που θα την κάνει τη δουλειά:
 συκώτι παιδιού"

Όταν το άκουσε αυτό το ζεύγος, όπως και να το κάνεις, δεν είχαν άλλη επιλογή : εγκατέλειψαν κάθε προσπάθεια.

Και τότε, ο Τίγρης που κρυφάκουσε τα πάντα, πήγε στον αχυρώνα, κρεμάστηκε και  πέθανε. Μέσα στα ρούχα του υπήρχε αυτό το γράμμα, γραμμένο με τους χαρακτήρες που μόλις πρόσφατα είχε μάθει να χρησιμοποιεί:

 «δώστε στην αγαπημένη μου γιαγιά να φάει το συκώτι μου»

Οι γονείς έκλαιγαν με τις ώρες για το χαμό του παιδιού.  Όμως έπρεπε να σεβαστούν  την επιθυμία του κι έτσι έδωσαν στη γιαγιά το συκώτι, λέγοντας πως είναι φάρμακο για τα μάτια.

Και τότε αμέσως η γιαγιά βρήκε το φως της, όχι μόνο γιατρεύτηκε, αλλά έβλεπε καλύτερα από ποτέ.

"Βλέπω! Βλέπω σας λέω!"

Είπε χαρούμενη στο ζευγάρι.

"Πού πήγε ο Τίγρης; Θέλω γρήγορα να δω με αυτά τα μάτια το εγγονάκι μου που μεγάλωσε"

"Ξέρεις…"

Δε μπορούσαν και να της το κρύψουν, κι έτσι της είπαν ότι ο εγγονός κρεμάστηκε για να της γιατρέψει τα μάτια.

«Αχ Τίγρη! Τι πήγες κι έκανες!»

Χλόμιασε η γιαγιά, κάθισε κάτω κι έκλαιγε ασταμάτητα για ένα ολόκληρο βράδυ.

Και όταν τελείωσε η κηδεία του Τίγρη, αποφάσισε να γυρίσει για προσκύνημα τους τριάντα τρεις ναούς της Θεάς του Ελέους και να προσευχηθεί για την ψυχή του εγγονού. Η γιαγιά συνέχισε το προσκύνημα για μέρες, ώσπου τελικά έφτασε στον τριακοστό τρίτο ναό.

«Να πάει ο Τίγρης στον παράδεισο όπως πρέπει»
προσευχήθηκε με όλη την ψυχή φέρνοντας στο νου το γλυκό της εγγονάκι.

Και τότε,

«Γιαγιά! Γιαγιά!»

Άκουσε τη φωνή του Τίγρη. Ανοίγει τα μάτια και τι να δει; Ο Τίγρης που νόμιζε για πεθαμένο, στέκεται μπροστά της.

«Τι κάνεις εσύ εδώ;»

Εκείνος γέλασε χαρωπά και είπε:

«Κρεμάστηκα και πέθανα γιατί ήθελα να σου δώσω το συκώτι μου να το φας, αλλά όταν πήγα στον άλλο κόσμο, εκεί, εμφανίστηκε ο μοναχός που πρότεινε να σου δώσουμε συκώτι για φάρμακο και μ’ έφερε πίσω»

Η γιαγιά μόλις το άκουσε αυτό έσφιξε δυνατά το αγοράκι στην αγκαλιά της.

«Αχ σ’ ευχαριστώ Θεά του Ελέους, κι εσένα μοναχέ, σας ευχαριστώ πολύ»

Τους ευχαρίστησε ξανά και ξανά, πήρε το παιδί απ’ το χέρι και γύρισαν στο σπίτι τους.

 (生き肝の目薬)

Σχόλια

Ο χρήστης Elysse είπε…
Αυτό το στοιχείο splatter στα παραμύθια με τρελαίνει.
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
με τιποτα δεν περιμενα αυτη την ανατροπη, να ζησει το αγορακι στο τελος? δεν γινονται αυτα στην ιαπωνια, ειναι συλλεκτικο κομματι αυτο το παραμυθι!
οριστε, στα δυτικα παραμυθια οι ενηλικες θυσιαζονται για τους μικροτερους. αυτη η ιστορια μου θυμησε περιστατικα πολυ προσφατα, οταν η ιαπωνια εγλυφε τις πληγες της απο το τσουναμι, που μικρα παιδια αρνιοντουσαν να παιρνουν παραπανω συσσιτιο απο τους ενηλικες.

kurisu

Δημοφιλείς αναρτήσεις