Το Βουνό τσικ-τσακ (かちかち山)


Κάποτε, ζούσαν μια γιαγιά κι ένας παππούς. 

 Μια μέρα ο παππούς έσπερνε στο χωράφι τραγουδώντας: 

"Ο ένας φασουλόσπορος να γίνει χίλιοιιιιιιιιιι" 

Εκεί δίπλα καθόταν ένα ρακούν που τραγουδούσε μαζί με τον παππού

"ο φασουλόσπορος του παππού να γίνει μια σκατούλααα"

Θυμώνει ο παππούς, του πετάει την τσάπα, το πετυχαίνει, δένει απ' τα πόδια, το κουβαλάει μέχρι το σπίτι. Ζητάει απ' τη γιαγιά να συνοδέψει το κεχρόρυζο με σούπα από ρακούν και φεύγει στην πόλη για δουλειές. Κι όπως ξεκινάει η γιαγιά να μαγειρεύει, το ρακούν επιμένει

 "θα σε βοηθήσω, λύσε μου τα πόδια", 

το λύνει η ανόητη...

Κι έτσι όπως το ρακούν φτιάχνει-φτιάχνει ρύζι, χύνει επίτηδες λίγο κεχρί. 

Πάει να το μαζέψει η γιαγιά, τη σκοτώνει με το γουδί, φοράει το κιμονό της, παίρνει τη θέση της.

Όταν γυρίζει ο παππούς, το ρακούν μεταμφιεσμένο σε γιαγιά του δίνει το κεχρόρυζο με τη σούπα από ρακούν. Η σούπα έχει τη μυρωδιά της γιαγιάς, αλλά ο παππούς την τρώει οοοοοολη. 

Και όταν την έφαγε όλη, 

"έφαγες και τη σούπα από γιαγιά, και το κεχρόρυζο, να φας και μια σκατούλααα!" ούρλιαξε, έγινε ξανά ρακούν, το σκασε στα βουνά. 

 Ένα κουνελάκι επισκέφθηκε τον παππού που έκλαιγε. Όταν άκουσε τι έγινε είπε:

 "θα πάρω εκδίκηση" κι έφυγε.

 Το κουνελάκι πήγε στο βουνό, άρχισε να κόβει ξερά χόρτα. Εκεί πήγε και το ρακούν. Έρχεται ο χειμώνας, πρέπει να σκεπάσω τη φωλιά μου, είπε στο ρακούν. Τότε άρχισε κι αυτό να κόβει ξερόχορτα. 

Φορτώνονται τα δυο τους από ένα μάτσο ξερόχορτα και πάνε να φύγουν. Προχωράνε λίγο ακόμα αλλά τότε το κουνελάκι ανάβει φωτιά στα ξερόχορτα που κουβαλάει το ρακούν με μια τσακμακόπετρα και ρωτάει το βλακεμένο:

"τι κάνει τσικ τσακ;" 

 το κουνέλι απαντά:

 " είναι η φωνή του πουλιού τσικ-τσακ του βουνού τσικ-τσακ" 

Προχωράνε λίγο ακόμα, τα χόρτα στην πλάτη έχουν φουντώσει. 

"Μα τι κάνει φουν-φουν;" 

το κουνέλι απαντά:

"είναι το πουλί φουν-φουν του βουνού φουν-φουν"  

Περνάει λίγη ώρα, η φωτιά απλώνεται στην πλάτη του ρακούν, δεν αντέχει άλλο αυτό, τρέχει στο βουνό. 

Το κουνέλι τώρα πηγαίνει να μαζέψει καυτερές πιπεριές στο βουνό της καυτερής πιπεριάς. Εκεί είναι το ρακούν θυμωμένο.  Όμως το κουνέλι κάνει τον Κινέζο, του λέει ότι είναι άλλο κουνέλι από εκείνο που τον ξεγέλασε. Και επίσης αν βάλει λίγη καυτερή πιπεριά στην πληγή, θα περάσει το έγκαυμα. Του αλείφει την πιπεριά, το ρακούν πονάει, πονάει τόσο πολύ που κυλιέται κάτω απ' τον πόνο, ώσπου τελικά χάνεται μέσα στο βουνό. 


Περνάει λίγος καιρός και το κουνέλι πάει να κόψει πεύκα στο πευκόβουνο. Πάει εκεί το ρακούν θυμωμένο. Αλλά το κουνέλι κάνει τον Κινέζο, ισχυρίζεται ότι είναι άλλος, και προσκαλεί το ρακούν να φτιάξουν βάρκες για να πάνε μαζί για ψάρεμα.  Θα φτιάξουν δυο βάρκες, αυτή του κουνελιού από ξύλο, αυτή του ρακούν από χώμα. Οι δυο βάρκες μπήκαν μαζί στο νερό και στη μέση του ποταμού το κουνέλι αρχίζει να χτυπάει το πλαϊνό της βάρκας ρυθμικά, το ρακούν ακολουθεί και αυτό, αρχίζει να χτυπάει τη δική του βάρκα. Κι έτσι όπως χτυπάει ο καθένας τη βάρκα του, η βάρκα του ρακούν διαλύεται, πνίγεται κι αυτή μαζί με το ρακούν.

Να τη η ιστορία, σε σοφτ βερσιόν:

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις